- ραγολόγημα
- το, Ν [ραγολογώ]η συλλογή μούρων ή ρωγών σταφυλιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραγολόγημα — το, ατος το να μαζεύει κανείς ρώγες σταφυλιών ή τα τελευταία σταφύλια στα κλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραγολογία — η / ῥαγολογία, ΝΑ [ῥαγολόγος] το ραγολόγημα … Dictionary of Greek